Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

 ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΚΑΡΠΙΑΙΟΥ ΣΩΛΗΝΑ

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι η πιο συχνή παγιδευτική νευροπάθεια. Προκαλείται από την συμπίεση του μέσου νεύρου μέσα στον καρπιαίο σωλήνα. Στα συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται οι παραισθησίες, ο πόνος, η μυική αδυναμία και η ατροφία των μυών της άκρας χειρός που νευρώνονται από το μέσο νεύρο.

Η επίπτωση του είναι 276/100.000/έτος  και ο επιπολασμός 9,2% στις γυναίκες και 6% στους άντρες.

Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η παχυσαρκία, η εγκυμοσύνη, η νεφρική ανεπάρκεια, η ακρομεγαλία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η μηχανική βλάβη / τραύμα, διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα, λοιμώδεις νόσοι, νόσοι του συνδετικού ιστού πχ ρευματοειδής αρθρίτιδα.

Στην εγκυμοσύνη το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα αποτελεί την πιο συχνή μονονευροπάθεια. Πιθανότατα πολυπαραγοντικό, όπου σημαντικό ρόλο παίζει και η κατακράτηση υγρού μέσα στον σωλήνα. Η επίπτωση του κλινικά διαγνωσμένου συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα στην εγκυμοσύνη κυμαίνεται από 31% έως 62% . Τα συμπτώματα μπορεί να επιμένουν σε ένα σημαντικό αριθμό ασθενών ένα ή και περισσότερα χρόνια μετά τον τοκετό.

Η παθοφυσιολογία του συνδρόμου είναι πιθανώς πολυπαραγοντική και σχετίζεται  τόσο με την πίεση και την φλεγμονή του νεύρου όσο και με την ισχαιμία του νεύρου από την πίεση των περινευρικών αγγείων. Η απομυελίνωση και η αξονική βλάβη του νεύρου οδηγεί στα συμπτώματα.

Ο καρπιαίος σωλήνας είναι ένας ανατομικός σωλήνας με τον εγκάρσιο σύνδεσμο του καρπού να αποτελεί το επάνω όριο και τα οστά του καρπού το κάτω. Το μέσο νεύρο περνάει ανάμεσα από αυτόν τον χώρο μαζί με τους 9 τένοντες των καμπτήρων των δακτύλων.
 
 

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση γίνεται με το ιστορικό, την κλινική εξέταση και τις παρακλινικές εξετάσεις.

Στο ιστορικό συχνά υπάρχει μούδιασμα και παραισθησίες, μυρμήγκιασμα, ή και μία αίσθηση πρηξίματος στον αντίχειρα, τον δείκτη, τον μέσο και την εσωτερική επιφάνεια του παράμεσου δακτύλου.

Στα αρχικά στάδια τα συμπτώματα τυπικά εμφανίζονται τη νύχτα και συχνά αφυπνίζουν τον ασθενή. Το τίναγμα του άκρου συχνά τον ανακουφίζει. Αργότερα, τα συμπτώματα επιμένουν κατά τη διάρκεια της ημέρας κυρίως σε παρατεταμένη στάση του καρπού ή σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις του. Ο πόνος είναι δυνατόν να αντανακλά από τον καρπό προς το χέρι ή και κεντρικότερα προς τον ώμο. Η αδυναμία και η ατροφία μυών του αντίχειρα γίνεται στα προχωρημένα στάδια.

Βασική εργαστηριακή εξέταση για την επιβεβαίωση της διάγνωσης είναι το ηλεκτρομυογράφημα. Με αυτή αξιολογείται η επιβράδυνση της ταχύτητας αγωγιμότητας  των ινών του νέυρου στον καρπό, εύρημα απομυελίνωσης, και η ελλάττωση του δυναμικού του νεύρου, ένδειξη αξονικής βλάβης. Το ηλεκτρομυογράφημα και η χρήση της βελόνας στους μύες και είναι πολύ σημαντικό για τον αποκλεισμό παθήσεων που θα μπορούσαν να έχουν τα ίδια συμπτώματα, όπως για παράδειγμα μία αυχενική ριζοπάθεια.

Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την αυχενική ριζοπάθεια, κυρίως Α6, βλάβες του βραχιονίου πλέγματος, του μέσου νεύρου στο αντιβράχιο, παθήσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος (εγκεφαλικό, πολλαπλή σκλήρυνση), την αρθρίτιδα και την τενοντίτιδα.

Απεικονιστικές μέθοδοι όπως το υπερηχογράφημα μπορούν επίσης να βοηθήσουν ιδιαίτερα και η απεικόνιση με μαγνητική ή αξονική τομογραφία θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε περίπτωση τραυματισμού της περιοχής. 


ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπεία περιλαμβάνει τα αντιφλεγμονώδη και κυρίως τα στεροειδή τα οποία μπορούν να ανακουφίσουν τα συμπτώματα για βραχύ χρονικό διάστημα. Η συντηρητική (μη χειρουργική) θεραπεία θεωρείται πρώτης γραμμής για ασθενείς με ήπια προς μέτρια συμπτώματα, όταν δεν υπάρχει αδυναμία ή ατροφία και ο πόνος δεν είναι σοβαρός.

Η χρήση νάρθηκα και η ακινητοποίηση του καρπού σε ουδέτερη θέση για τουλάχιστον δύο εβδομάδες δίνει και αυτή βραχυχρόνια ανακούφιση από τον πόνο. Βοηθάει επίσης και η  αποφυγή των δραστηριοτήτων που επιδεινώνουν τα συμπτώματα.

Η χειρουργική αντιμετώπιση προτείνεται σε ασθενείς οι οποίοι δεν έχουν ανταποκριθεί στη συντηρητική θεραπεία ή έχουν ευρήματα απονεύρωσης στο ηλεκτρομυογράφημα ή κλινικά ατροφία και μυική αδυναμία. Η χειρουργική επέμβαση είναι περισσότερο αποτελεσματική από τη συντηρητική θεραπεία για την μακροχρόνια διαχείριση των συμπτωμάτων. Τα ποσοστά επιπλοκών της χειρουργικής επέμβασης είναι χαμηλά <0,5%. Η ανοιχτή και η ενδοσκοπική αποσυμπίεση είναι τεχνικές ισότιμα αποτελεσματικές. Η ενδοσκοπική μπορεί να επιταχύνει την επιστροφή στην εργασία.

Οι τοπικές εγχύσεις με κορτικοστεροειδή παρέχουν προσωρινή συμπτωματική ανακούφιση σε ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα. 2 ενέσεις δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικές από ότι μία. Η ανακούφιση είναι ανώτερη από την επίδραση των από του στόματος στεροειδών όταν αυτές συγκριθούν στους τρεις μήνες. Τα ποσοστά επιπλοκών ποικίλουν αλλά είναι παρόμοια με τα ποσοστά της χειρουργικής επέμβασης.
 
 

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

Η παρακολούθηση των ασθενών οι οποίοι ακολουθούν συντηρητική θεραπεία συστήνεται να γίνεται περίπου στους 2 μήνες.

ΠΡΟΓΝΩΣΗ

 Ύφεση των συμπτωμάτων στους 6 μήνες στο 35% των ασθενών χωρίς θεραπεία.
 
Οι περισσότεροι ασθενείς με ήπια προς μέτρια συμπτώματα βελτιώνονται με συντηρητική θεραπεία.

Το 71% των ασθενών που θα χρειαστούν αποσυμπίεση του καρπιαίου σωλήνα βελτιώνεται σημαντικά στους 3 μήνες και ο μακροχρόνιος (12-18 μήνες) έλεγχος των συμπτωμάτων είναι ανώτερος από τη συντηρητική θεραπεία σε αυτούς τους ασθενείς.